ῥαγδαῖος

ῥαγδαῖος
ῥαγδ-αῖος, α, ον, ([etym.] ῥάγδην)
A furious, violent, of rain-storms, Arist. Mete.349a6, Aud.803a5, Plu.Tim.28, Luc.Tim.3; of lightning, Philostr.Im.1.14. Adv.

-αίως Aristid.Quint.2.11

.
2 of persons, raging, furious, Telecl.30, Ar.Fr.243, Antiph.7;

ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Diph.67

;

ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Plu.Pel.1

: τὸ ῥ. violence, Id.2.447a, 456c. Adv. -αίως violently,

ἀναχεῖν Dsc.2.74

; ὕειν, metaph. of a talkative woman, Lib.Decl.26.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥαγδαῖος — furious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • ραγδαίος — α, ο επίρρ. α 1. ορμητικός, σφοδρός: Άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή. 2. απότομος, γρήγορος: Στο χρηματιστήριο σημειώθηκε ραγδαία πτώση των βιομηχανικών αξιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαγδαῖον — ῥαγδαῖος furious masc acc sg ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαῖα — ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαῖοι — ῥαγδαῖος furious masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαιότερον — ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious adverbial comp ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious masc acc comp sg ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαιοτέρως — ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious adverbial comp ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαιότατα — ῥαγδαῑότατα , ῥαγδαῖος furious adverbial superl ῥαγδαῑότατα , ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαία — ῥαγδαί̱ᾱ , ῥαγδαῖος furious fem nom/voc/acc dual ῥαγδαί̱ᾱ , ῥαγδαῖος furious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαίας — ῥαγδαί̱ᾱς , ῥαγδαῖος furious fem acc pl ῥαγδαί̱ᾱς , ῥαγδαῖος furious fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”